Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΟΥ KITCH! (1ο ΜΕΡΟΣ)

Τη ζήσαμε στο πετσί μας, τη χούντα.

Και το χειρότερο βασανιστήριο, ήταν να διαβάζεις τον άλογο λόγο της στις εφημερίδες, να βλέπεις τις τερατώδεις αφίσσες της στους δρόμους, ν' ακούς τα προγλωσσικά της προγράμματα σε ραδιόφωνο και τηλεόραση.

Ήταν αυτά τα μυριάδες μυρμήγκια που ανέβαιναν από το χώμα στο σώμα μας, και το κατακτούσαν διαλύοντας το νευρικό μας σύστημα.

Ήταν αυτά που μας έκαναν (όσους γλύτωσαν από την Ασφάλεια) να αποδράσομε στο Παρίσι, απένταροι, ξεβράκωτοι, άνεργοι, αλλά τουλάχιστον μέσα σ' έναν αξιοπρεπή πολιτισμό.

Ήταν αυτό το Παρίσι που μας οδήγησε σε λίγους μήνες μέσα, στον Μάη του 68, με την εξαιρετικά φιλοσοφημένη έκφρασή του, τον επαναστατικό λόγο του, τις υπέροχες ζωγραφιές του, τα απολαυστικά του τραγούδια.

Πολιτισμός στον Πολιτισμό, ρήξη, ανατροπή και μετενσάρκωση ενός ανθηρού πολιτισμού, σ' έναν άλλον ανοιξιάτικο.

Μαζί φυσικά ήρθε κι η "βαρυά κουλτούρα", οι πεσιμιστικοί σχολιασμοί της σημειολογίας, η ανακύκλωση του ars gracia artis σ' έναν αδιέξοδο αυνανισμό. Τι να κάνεις όμως; Ουδέν καλόν αμιγές κακού...

Όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα το 1972, βρήκαμε τη χούντα στην κορύφωση του kitch. Από το "Νάτανε το 21" ίσαμε το "Τι Λωζάνη τι Κοζάνη", κι από τον "Άγνωστο Πόλεμο" ίσαμε τις υπερπαραγωγές του James Paris, η κατάσταση δεν ήταν πλέον αποπνικτική, τα μυρμήγκια είχαν φύγει, κι ο Τσιτσάνης έπαιζε τον "Καπετανάκη" γιά να χορέψει ο μόλις αποφυλακισθείς πολιτικός κρατούμενος Θεοδοσόπουλος.

Το kitch της χούντας, ήταν ξεκαρδιστικό. Κι όταν η κόρη μου 4 χρονώ τότε ρώτησε τη μαμά της στο ταξί "γιατί, μαμά, το ψήνουμε το πουλί;" ο ταξιτζής της απάντησε: "Εμείς το ψήνουμε, ή αυτό μας ψήνει;"

Η Νομική πρώτα, το Πολυτεχνείο ύστερα, σ' αυτό το kitch ανταποκρίθηκαν με χιούμορ, χαρά ζωής, συμμετοχή σε δρόμενο, ποιότητα και πολιτισμό. Από το σύνθημα "Παρ' τη Δέσποινα και μπρος!" ίσαμε τον υπέροχο αυθόρμητο λόγο του Δημήτρη και του Λάμπρου στο ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου, κι από το τραγούδι του Ξυλούρη ίσαμε τον αδέσποτο Νικόλα Άσημο, η εξέγερση της νεολαίας είχε τον Πολιτισμό αντί γιά τανκς.

Είχαν καταλάβει πως το κitch ήταν χειρότερο από τα τανκς, και μόνο με πολιτισμό μπορούσαν να πολεμήσουν.

(έπεται συνέχεια, φυσικά).

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ



Ο έρως είναι φύσει μυστικός. Ο καθένας μπορεί να νιώσει μέσα του την ταραχή του έρωτα, κι είναι δική του, προσωπική υπόθεση, εσωτερική διεργασία, κρυφή έκσταση. Αυτό που τον εμποδίζει να το εξωτερικεύσει, είναι η αιδώς, του γυμνού σώματος, της γυμνής ψυχής, της γυμνής αλήθειας.

Αυτή την αιδώ μοιράζονται οι ερωτευμένοι, αποκλειστικά και μόνο με το πρόσωπο-αντικείμενο του έρωτά τους, κι αν υπάρχει "χημεία", κι αν υπάρχει "λόγος", κι αν υπάρχει "συντονισμός", τότε βυθίζονται στην μίξη των σωμάτων, πότε τρυφερά, άλλοτε ξεσκιστικά, γιά να μετατρέψουν (ει δυνατόν συγχρόνως) την εσωτερική τους έκσταση σε εξωτερικό οργασμό. Το μοιρασμένο τώρα πιά "μυστικό", έχει εκδηλωθεί σε τεκμήριο, και το τεκμήριο χρησιμεύει στην κοινωνία γιά την αναζήτηση της "αλήθειας", που όμως τώρα πιά δεν είναι εκείνη η "γυμνή αλήθεια" που έκρυβε η αιδώς, αλλά η "αλήθεια" της επιφάνειας που χρησιμεύει ως άλλοθι στη μεγάλη υποκρισία της κοινωνίας.

Πρέπει να πω εδώ πως το "μοντέλο του ζευγαριού" που προκύπτει παραπάνω, δεν αποκλείει όποιες άλλες ποσοτικές ή ποιοτικές παραλλαγές, πάντα όμως μέσα από τις κολασμένες ή ακόλαστες διαδρομές του μοιρασμένου από δύο πρόσωπα μυστικού.

Ο λόγος, οι τέχνες και η λογοτεχνία, στην ποιοτική τους έκφραση, διακρίνονται γιά τον σεβασμό στην αιδώ που φυλάει το ερωτικό μυστικό, και χρησιμοποιούν το ενδιάθετο και ποιητικό μέρος του λόγου, γιά ν' αποκαλύψουν μέρος της μνήμης του, χωρίς να το προδώσουν. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα, από την τέχνη του λόγου και την ποιότητα της αισθητικής της Βικτωριανής πορνογραφίας, ίσαμε τον υπερ-ρεαλισμό της εκστατικής μανίας του Μαρκησίου. Κι από το τρεμάμενο χιούμορ του Alfred de Musset και του Guillaume Apolinaire, ίσαμε τις λαϊκές φυλλάδες της Φαννυ Χιλλ και του Καζανόβα. Ακόμα-ακόμα, οι πρώτες κυριολεκτικά πορνογραφικές φωτογραφίες στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, είναι αξιοθαύμαστες γιά την -πότε Νεοκλασσικίζουσα και πότε Art Nouveau- αισθητική τους.

Δύο είναι οι εικόνες που πείθουν σήμερα τον θεατή γιά την αλήθειά τους: Ο θάνατος μπροστά στο φακό (ο αστυνομικός διευθυντής της Σαϊγκόν που πυροβολεί στον κρόταφο τον υποτιθέμενο Βιετκόγκ), και η εισχώρηση του φαλλού στο αιδοίο στις σύγχρονες hardcore παραγωγές προς κατανάλωσιν. Σ' αυτή τη δεύτερη περίπτωση, η εικόνα "αποκαλύπτει" (υποτίθεται) το ερωτικό μυστικό, ενώ στην πραγματικότητα δημοσιοποιεί μόνο την οικεία (του ζευγαριού) μετατροπή της έκστασης σε σπέρμα! Στην πρώτη περίπτωση, η ύβρις της προδοσίας του θανάτου, εξισορροπείται από την πολιτική σκοπιμότητα της αντιπολεμικής προπαγάνδας. Και στις δύο περιπτώσεις μαζί, διακρίνεται ο συσχετισμός Έρως-Θάνατος.

Αυτός είναι ο βιασμός της "γυμνής αλήθειας", αυτός είναι ο βιασμός του αισθήματος, του μυστικού, της αιδούς, του ίδιου του έρωτα. Η αλήθεια όμως, βιάζεται... ντυμένη! Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και το ερεθιστικό στοιχείο, που θα μας βοηθήσει να ξαναβρούμε την έκσταση τη μυστική, τη συγκίνηση, το τρέμουλο, τη λαχτάρα, τους ποδαρόδρομους, τα ξενύχτια, τα τραγούδια, τ' απαγορευμένα κάτω απ' το τραπέζι, την αδρεναλίνη τέλος πάντων, τη ζωή, τον έρωτα.

Είθε.